καταθλίβω — βλ. πίν. 7 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταθλίβω — (AM καταθλίβω) 1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω 2. μτφ. καταδυναστεύω, κατατυραννώ νεοελλ. καταλυπώ, στενοχωρώ, πικραίνω πολύ νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταθλιμμένος, η, ο(ν) υπερβολικά θλιμμένος … Dictionary of Greek
καταθλῖψαι — καταθλίβω press down aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθλίβῃ — καταθλί̱βῃ , καταθλίβω press down pres subj mp 2nd sg καταθλί̱βῃ , καταθλίβω press down pres ind mp 2nd sg καταθλί̱βῃ , καταθλίβω press down pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθλίψει — κατάθλιψις pressing down fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταθλίψεϊ , κατάθλιψις pressing down fem dat sg (epic) κατάθλιψις pressing down fem dat sg (attic ionic) καταθλί̱ψει , καταθλίβω press down aor subj act 3rd sg (epic) καταθλί̱ψει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθλίβει — καταθλί̱βει , καταθλίβω press down pres ind mp 2nd sg καταθλί̱βει , καταθλίβω press down pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθλίβουσι — καταθλί̱βουσι , καταθλίβω press down pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταθλί̱βουσι , καταθλίβω press down pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθλίβουσιν — καταθλί̱βουσιν , καταθλίβω press down pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταθλί̱βουσιν , καταθλίβω press down pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέθλιβον — κατέθλῑβον , καταθλίβω press down imperf ind act 3rd pl κατέθλῑβον , καταθλίβω press down imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχω — ἄγχω (Α) 1. πιέζω δυνατά, σφίγγω, κυρίως τον λαιμό 2. σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά μου 3. στραγγαλίζω, πνίγω, απαγχονίζω 4. καταθλίβω, πιέζω, στενοχωρώ 5. μέσ. αυτοκτονώ με αγχόνη, απαγχονίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιστοιχεί στο λατ. ango και σανσκρ. amhu … Dictionary of Greek