καταθλίβω

καταθλίβω
κατέθλιψα, καταθλίβηκα, καταθλιμμένος
1. θλίβω ισχυρά, καταπιέζω, καταπλακώνω: Έπεσε πάνω του το δέντρο και τον κατέθλιψε.
2. καταστενοχωρώ: Καταθλίβεται με την κατάντια των παιδιών του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταθλίβω — βλ. πίν. 7 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταθλίβω — (AM καταθλίβω) 1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω 2. μτφ. καταδυναστεύω, κατατυραννώ νεοελλ. καταλυπώ, στενοχωρώ, πικραίνω πολύ νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταθλιμμένος, η, ο(ν) υπερβολικά θλιμμένος …   Dictionary of Greek

  • καταθλῖψαι — καταθλίβω press down aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθλίβῃ — καταθλί̱βῃ , καταθλίβω press down pres subj mp 2nd sg καταθλί̱βῃ , καταθλίβω press down pres ind mp 2nd sg καταθλί̱βῃ , καταθλίβω press down pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθλίψει — κατάθλιψις pressing down fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταθλίψεϊ , κατάθλιψις pressing down fem dat sg (epic) κατάθλιψις pressing down fem dat sg (attic ionic) καταθλί̱ψει , καταθλίβω press down aor subj act 3rd sg (epic) καταθλί̱ψει ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθλίβει — καταθλί̱βει , καταθλίβω press down pres ind mp 2nd sg καταθλί̱βει , καταθλίβω press down pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθλίβουσι — καταθλί̱βουσι , καταθλίβω press down pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταθλί̱βουσι , καταθλίβω press down pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθλίβουσιν — καταθλί̱βουσιν , καταθλίβω press down pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταθλί̱βουσιν , καταθλίβω press down pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέθλιβον — κατέθλῑβον , καταθλίβω press down imperf ind act 3rd pl κατέθλῑβον , καταθλίβω press down imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχω — ἄγχω (Α) 1. πιέζω δυνατά, σφίγγω, κυρίως τον λαιμό 2. σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά μου 3. στραγγαλίζω, πνίγω, απαγχονίζω 4. καταθλίβω, πιέζω, στενοχωρώ 5. μέσ. αυτοκτονώ με αγχόνη, απαγχονίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιστοιχεί στο λατ. ango και σανσκρ. amhu …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”